ανατύπωση

ανατύπωση
Η λήψη φωτογραφιών, εικόνων, σχεδίων, ξυλογραφιών κλπ. Γίνεται σε ειδικούς θαλάμους με διπλό άνοιγμα, εφοδιασμένους με θαμπό γυαλί. Ο αντικειμενικός φακός πρέπει επίσης να είναι διπλός. Το επίπεδο του θαμπού γυαλιού και αυτό της εικόνας πρέπει να είναι εντελώς παράλληλα, ενώ o οπτικός άξονας του αντικειμενικού φακού πρέπει να είναι κάθετος στο μέσο ακριβώς της εικόνας. Τέλος, ο φωτισμός εξαρτάται από την κατασκευή της εικόνας, για παράδειγμα σε γυαλιστερό χαρτί πρέπει να φωτίζουμε από εμπρός και ομοιόμορφα για να μην υπάρχουν ανωμαλίες.
* * *
η (Α ἀνατύπωσις)
νεοελλ.
1. νέο τύπωμα, ξανατύπωμα, επανέκδοση
2. η φωτογράφιση εικόνων, χαρτών, σχεδίων
αρχ.
διατύπωση, απεικόνιση με τη φαντασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανατύπωση — η αναδημοσίευση χωρίς αλλαγές: Η ανατύπωση ενός έργου είναι σήμερα πολύ εύκολη και γίνεται πολύ γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνατυπώσῃ — ἀνατυπώσηι , ἀνατύπωσις fem dat sg (epic) ἀνατυπόω describe aor subj mid 2nd sg ἀνατυπόω describe aor subj act 3rd sg ἀνατυπόω describe fut ind mid 2nd sg ἀ̱νατυπώσῃ , ἀνατυπόω describe futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱νατυπώσῃ , ἀνατυπόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • κλεψιτυπία — η η παράνομη, χωρίς γνώση τού συγγραφέα ή τού εκδότη, ανατύπωση και θέση σε κυκλοφορία ενός πνευματικού έργου, προς όφελος αυτού που ενεργεί την πράξη αυτή, τυποκλοπία, λαθραία ανατύπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψίτυπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886… …   Dictionary of Greek

  • Οικονομίδης, Βασίλειος — (Βυτίνα, Γορτυνία 1814 – Αθήνα 1894). Έλληνας νομικός. Αφού ολοκλήρωσε τις νομικές σπουδές του στη Γερμανία, διορίστηκε το 1846 έκτακτος καθηγητής του ρωμαϊκού δικαίου στη νομική σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών και το 1847 επίτιμος καθηγητής… …   Dictionary of Greek

  • Πατούσας — Επώνυμο 2 Ελλήνων λογίων: 1. Γεώργιος. Αθηναίος λόγιος και μοναχός, που έδρασε γύρω στον 17 18o αι. Σπούδασε στην Ιταλία και διετέλεσε εφημέριος του ναού του Αγίου Γεωργίου στη Βενετία (1723 – 1761) και σχολάρχης του Φλαγγινιανού Ελληνομουσείου.… …   Dictionary of Greek

  • Souroti — Infobox Greek Dimos name = Souroti name local = Σουρωτή caption skyline = Central square of Souroti city city lat deg = 40 lat min = 28 lon deg = 23 lon min = 04 elevation min = elevation = 120 elevation max = periph = Central Macedonia prefec =… …   Wikipedia

  • Mandritsa — Location of Mandritsa in Bulgaria Mandritsa (Bulgarian: Мандрица, small dairy ; Albanian: Mandrica or Mandricë; Greek: Μανδρίτσα) is a village in southernmost Bulgaria, part of Ivaylovgrad municipality, Haskovo Province. It is known as the only… …   Wikipedia

  • Griechische Diglossie — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Sprachenfrage — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”